βαρυγκομώ

βαρυγκομώ
-ησα
1. δυσφορώ με κάποιον, παραπονιέμαι, δυσανασχετώ: Μη βαρυγκομάς με τα παιδιά σου.
2. απελπίζομαι, απογοητεύομαι: Βαρυγκόμησε ο καημένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαργομώ — και βαργομίζω βλ. βαρυγκομώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”